ξενιτεμός

ξενιτεμός
ο [ξενιτεύομαι]
αποδημία, μετανάστευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκπατρισμός — ο απομάκρυνση από την πατρίδα, ξενιτεμός …   Dictionary of Greek

  • μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… …   Dictionary of Greek

  • ξενίτεμα — το [ξενιτεύομαι] ξενιτεμός …   Dictionary of Greek

  • εκπατρισμός — ο 1. εκτόπιση, εκτοπισμός, απέλαση. 2. ξενιτεμός, ξενίτεμα, μισεμός: Ο εκπατρισμός των Ελλήνων στη Γερμανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετανάστευση — η η ατομική ή ομαδική μετακίνηση ατόμων από έναν τόπο σε άλλο, η αποδημία, ο ξενιτεμός: Η μετανάστευση συχνά οφείλεται στην ανεργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”